- λεκτικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με το λόγο: Λεκτικές απειλές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεκτικός — good at speaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα … Dictionary of Greek
λεκτικά — λεκτικός good at speaking neut nom/voc/acc pl λεκτικά̱ , λεκτικός good at speaking fem nom/voc/acc dual λεκτικά̱ , λεκτικός good at speaking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικῶν — λεκτικός good at speaking fem gen pl λεκτικός good at speaking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικόν — λεκτικός good at speaking masc acc sg λεκτικός good at speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικαῖς — λεκτικός good at speaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικαί — λεκτικός good at speaking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικοῖς — λεκτικός good at speaking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικοί — λεκτικός good at speaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτικοῦ — λεκτικός good at speaking masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)